Μετεγχειρητική κήλη – Αποτελεσματική θεραπεία
Η μετεγχειρητική κήλη εμφανίζεται σαν μία προεξοχή του κοιλιακού τοιχώματος στο σημείο της χειρουργικής τομής, που δεν έχει επουλωθεί σωστά. Άρα μιλάμε για κάποιο κενό στο κοιλιακό τοίχωμα που εμφανίστηκε μετά απο κάποια επέμβαση στην κοιλιακή χώρα. Εμφανίζονται σε ποσοστό περίπου 10% έως 15% αυτών των ασθενών.
Μπορεί να προκύψουν μετά από εγχείρηση κήλης, σκωληκοειδεκτομής, καισαρικής τομής, επέμβασης στο έντερο, ερευνητικής λαπαροτομίας και ακόμη μετά απο λαπαροσκοπική χειρουργική (στο σημείο εισόδου των τροκάρ). Οι κάθετες τομές έχουν υψηλότερο κίνδυνο για κήλη σε σύγκριση με τις εγκάρσιες ή τις λοξές τομές. Οι άνω κοιλιακές τομές εμφανίζουν πιο συχνά κήλη από τις κάτω κοιλιακές τομές.
Ο μηχανισμός για την ανάπτυξη μίας μετεγχειρητικής κήλης είναι πολυπαραγοντικός, με συνεισφορά τόσο από τη πλευρά των ασθενών, όσο και από τεχνικούς παράγοντες. Οι παράγοντες από την πλευρά των ασθενών είναι η προχωρημένη ηλικία, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, τα αναπνευστικά προβλήματα, ο βήχας, ο ίκτερος, η αναιμία, ο υποσιτισμός, η ανοσοκατασταλτική θεραπεία, οι διαταραχές του συνδετικού ιστού. Μεταξύ άλλων, αυτοί οι παράγοντες μπορούν να εμποδίσουν τη φυσιολογική επούλωση των τραυμάτων και να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης κήλης. Οι τεχνικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση της μετεγχειρητικής κήλης είναι η επιμόλυνση του τραύματος, η σύγκλειση της κοιλίας υπό τάση και η τεχνική για το κλείσιμο των τοιχωμάτων.
Οι μετεγχειρητικές κήλες αναπτύσσονται στην πρώιμη μετεγχειρητική περίοδο, αλλά μπορούν να εμφανιστούν έως και 10 χρόνια μετά την χειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς συνήθως παραπονιούνται για μια διόγκωση στο κοιλιακό τοίχωμα στο σημείο προηγούμενης τομής. Η διόγκωση μπορεί να προκαλέσει διαφορετικό βαθμό δυσφορίας, ειδικά κατά τον βήχα ή το τέντωμα του κορμού. Με βάση την κλινική εικόνα οι μετεγχειρητικές κήλες μπορεί να είναι ασυμπτωματικές, συμπτωματικές, μη ανατασσόμενες και περισφιγμένες. Όταν υπάρχει περίσφιξη ο πόνος είναι έντονος συνοδευόμενος από απώλεια εντερικών ήχων, μετεωρισμό, εμέτους και η έγκαιρη επέμβαση είναι ζωτικής σημασίας, καθώς η καθυστερημένη διάγνωση και θεραπεία μπορεί να οδηγήσουν στην ανάγκη εκτομής του εντέρου.
Η μετεγχειρητική κήλη μπορεί να διαγνωστεί κλινικά στους περισσότερους ασθενείς με την ψηλάφηση ενός εξογκώματος στο σημείο ή κοντά στο σημείο προηγούμενης τομής. Στους ασθενείς με την υποψία μετεγχειρητικής κήλης, που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί κατά την φυσική εξέταση, για την διάγνωση πρέπει να υποβληθούν σε υπερηχογράφημα κοιλίας ή και αξονική τομογραφία κοιλίας.
Η θεραπεία της μετεγχειρητικής κήλης είναι πάντα χειρουργική και συνίσταται στην επιδιόρθωση του κοιλιακού χάσματος, το οποίο επιτυγχάνεται είτε με ανοιχτή είτε με λαπαροσκοπική επέμβαση. Το χάσμα επιδιορθώνεται μετά την τοποθέτηση πλέγματος.
Η ανοιχτή χειρουργική επέμβαση εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην επιδιόρθωση της μετεγχειρητικής κήλης, ιδίως σε καταστάσεις που αντενδείκνυται η λαπαροσκοπική επέμβαση, όπως κήλη μεγαλύτερη >10 εκατοστών, μη ανατασσόμενη ή περισφιγμένη κήλη. Η επέμβαση ξεκινά με μια τομή στην κοιλιακή χώρα στο σημείο της κήλης. Έπειτα παρασκευάζεται ο κοιλιακός σάκος και το περιεχόμενο της κήλης ωθείται στην κοιλία. Ο εξασθενισμένος μυς μαζί με την απονεύρωση, που επέτρεψαν να εμφανιστεί η κήλη, αρχικά ράβονται χωρίς τάση και μετά τοποθετείται ένα συνθετικό υλικό που ονομάζεται πλέγμα. Το πλέγμα μπορεί να τοποθετηθεί επάνω στην απονεύρωση, κάτω από τους κοιλιακούς μύες ή ενδοπεριτοναικά. Η επέμβαση μπορεί να εκτελεστεί με γενική αναισθησία, με επισκληρίδιο ή μέθη μαζί με τοπική αναισθησία.
Η λαπαροσκοπική αποκατάσταση της μετεγχειρητικής κήλης είναι ευρέως αποδεκτή και τελευταία είναι θεραπεία επιλογής. Η διαδικασια ξεκινά με την πρόσβαση στην κοιλιακή κοιλότητα μετα την τοποθέτηση των τροκάρ. Ο αριθμός και η τοποθέτηση των τροκάρ σχεδιάζεται ανάλογα με την θέση της κήλης και το μέγεθός της. Συχνά υπάρχουν ενδοκοιλιακές συμφύσεις από την προηγουμένη επέμβαση. Η λύση αυτών των συμφύσεων είναι ένα σημαντικό βήμα. Χρησιμοποιείται πλέγμα διπλής όψεως, ώστε η επιφάνεια που βλέπει τα ενδοκοιλιακά όργανα να μην κολήσει με αυτά. Η επέμβαση περατώνεται με την στερέωση του πλέγματος στο κοιλιακό τοίχωμα.
Η λαπαροσκοπική αποκατάσταση της μετεγχειρητικής κήλης γίνεται πάντα υπό γενική αναισθησία και αυτό το είδος επέμβασης, συχνά επιτρέπει στον ασθενή να αναρρώνει γρηγορότερα και προκαλεί λιγότερο πόνο. Ο χρόνος ανάρρωσης ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος της κήλης, την τεχνική που χρησιμοποιείται, την ηλικία και την υγεία του ασθενούς.
Ανάλογα με το μέγεθος της κήλης και την πολυπλοκότητα της χειρουργικής επέμβασης, οι ασθενείς είτε φεύγουν την ίδια ημέρα της χειρουργικής επέμβασης, είτε μένουν μια νύχτα στο νοσοκομείο. Η έντονη δραστηριότητα και η βαρεία φυσική άσκηση περιορίζονται για 3 έως 4 εβδομάδες.